|
το пощёчина, оплеуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пощёчина? — ράπισμα как на (ново)греческом будет слово оплеуха? — ράπισμα как с (ново)греческого переводится слово ράπισμα? — пощёчина, оплеуха — ροδιακός — γερά — νότιος — σούζο — γκαβά — βουτυροπώλης — ξανακυλάω — σεργιάνι — βοϊδόγλωσσα — προχειρολόγος — εριστής — νοικιάζω — βουτιά — βέλτιστος — πολλαπλασιαστικός — απρακτώ — περιδιάβαση — σωσίβιος — υπέρυθρος — ενδεκατημόριον — τσιγκούνικος |
|||