|
мед. противорахйтный; ~ή γυμναστική — лечебная гимнастика от рахита #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противорахйтный? — αντιρραχιτικός как с (ново)греческого переводится слово αντιρραχιτικός? — противорахйтный — γκαφαδόρος — σουτζούκι — θύρωμα — διεκχωρίζω — δίμιτος — λαμπικάρω — εστιατόριο — καρεκλίτσα — έτυχα — μελιτοεξαγωγή — λαγκάδι — πολύκαρπος — συμπυκνωτής — ανέγγιαγος — κοτυληδονώδης — επεκτατικός — ακκισμός — χαλκούργία — γεννιέμαι — σέξ-άπ(π)ήλ — αρβανίτικος |
|||