Новогреческий словарь
τρελλοκομείο
τρελλοκομείο
το 1)
сумасшедший дом
;
2) разг.
сумасшедший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сумасшедший дом
? —
τρελλοκομείο
как на
(ново)греческом
будет слово
сумасшедший
? —
τρελλοκομείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρελλοκομείο
? — сумасшедший дом, сумасшедший
#
(ново)греческий словарь
—
θραψερός
—
απολογιούμαι
—
ανυπερνίκητος
—
ναζιστικά
—
σεβιότ
—
πεπονόφλουδα
—
αγόγγυστα
—
στέρηση
—
Χιλή
—
μαλακόφατσα
—
πιπεριέρα
—
ακλάδευτος
—
γλυκομίλημα
—
γυρισμός
—
ελαιογραφία
—
κατοπτροποιία
—
καρβουναρειό
—
εντρέπομαι
—
αλατισμένος
—
χάβω
—
ψευτόμαγκας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве