|
(-έως) ο 1) подшипник; ένσφαιρος ~ — шариковый подшипник; 2) дробилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подшипник? — τριβεύς как на (ново)греческом будет слово дробилка? — τριβεύς как с (ново)греческого переводится слово τριβεύς? — подшипник, дробилка — αδελφοποιούμαι — εκμυζώ — ξεβλασταρώνω — επίπεδες — λιανοτούφεκο — υγειονομείο — αράπης — γαστρορραγία — αβαλσάμωτος — αυτόνομον — γλεντοκόπα — ανάβλημα — πανεριά — Πολωνέζα — χρυσόξυλο — στρόφαλος — τραχωματικός — ξεδιαλέγω — μπορετός — μουτσούνα — ρέπορτερ |
|||