|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλημμελώς? — — αντινομικός — οφικιάλιος — άλογο — οφειλέτης — αντανακλώ — διοιρισμένος — οροθέσιο — σταφιδόψωμο — αντίμετρα — επίλεπτος — αμονογράφητος — ξεροτηγανίζω — εναπόθεσις — λιάζομαι — γομώνω — εξευρωπαΐζω — καταπόδι — αυτοτιτλοφορούμενος — χρονισμός — Σαββατοκύριακο — μολυβένιος |
|||