Новогреческий словарь
σπίθα
σπίθα
η
искра
;
βγάζω ~ες — искриться
;
===
είναι ~ — [phrase]он (она) с огоньком[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
искра
? —
σπίθα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπίθα
? — искра
#
(ново)греческий словарь
—
ανθρακοπωλείον
—
ανετή
—
σύναυγα
—
διακεκριμένος
—
κουντρίζω
—
σαράντα
—
αμεταγλώττιστος
—
δύσβατος
—
ραδιολογικός
—
σταλαμίδα
—
αρτιμαθής
—
κοασμός
—
ζορμπαλίδικα
—
διπλωματία
—
τροχιοδείκτης
—
τσινιά
—
δεντρικός
—
ξυλόκαστρο
—
καταδικασθείς
—
στιχομανία
—
ξελογιαστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве