|
η сотня; δυό ~ες — две сотни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сотня? — εκατοντάδα как с (ново)греческого переводится слово εκατοντάδα? — сотня — βάγια — φούρκα — τρελάδικο — εφιδρώνω — σκυροδετώ — σείσμα — αλαργαίνω — ψευτοπαλικαράς — βαρυντικός — απαράγραπτος — κεφαλαιούχος — βοϊδήσιος — παραίνεση — βουκίτσα — κρεατομηχανή — περιουσία — αμαλγαμώνω — σκύβαλο — αγγελολογία — πόνημα — ψύχραιμος |
|||