|
ο полубезработный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полубезработный? — ημιάνεργος как с (ново)греческого переводится слово ημιάνεργος? — полубезработный — τερπνό — στριφοκέρι — εξόργιση — ζάρκος — μεσοστρατίς — απόδραση — κανάτας — εκβοτρυωτής — αγριομούτσουνος — κλαψοπαναγιά — ερμητικότητα — ξεκλωσσάω — αρσενικός — αυλός — σημαντικά — δυσφημιστικός — ανεπτυγμένος — άτριχος — δικαιοδοσία — ασκοτείνιαστα — ανεμόσυρμα |
|||