αερόπλανο

формы словаβ
αερόπλανο
το самолёт;
          αεριωθούμενο ~ — реактивный самолёт;
          επιβατικό ~ — пассажирский самолёт;
          μεταγωγικό ~ — транспортный самолёт;
          βομβαρδιστικό ~ — бомбардировщик;
          ~ βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик;
          ~ εφόδου — штурмовик;
          ανιχνευτικό ~ — самолёт-разведчик;
          καταδιωχτικό ~ — истребитель



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово самолёт? — αερόπλανο
как с (ново)греческого переводится слово αερόπλανο? — самолёт


ανελικτικόςμπάς-τσαούσηςνηματώδειςνηπιάζωράτσαχρωμάτισμαδιαλλάσσωκωλοπούστηςιστόρημαοδοιπόροςθρηνωδώΘεοκυήτωρελλιμενισμένοςαζύμωτοςπεριδιαβάζωαπανωβάλτηςφοινικούςψυχοβιολόγοςσυντριπτικόςνεραϊδόπαρμαψωροπερήφανος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit