|
η блин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово блин? — τηγανίτα как с (ново)греческого переводится слово τηγανίτα? — блин — συνωστισμός — αντίδοξος — γάμπα — δερματίνη — αγριοπόταμος — ολόρθος — έλα — άοριστα — εκφράξη — υποστολή — νοσοκόμα — εκφανής — μεσιτεία — ενταλματικός — γλωσσαράς — καταδιωγμός — βελούδο — εμβολιαστήρι — αθέατος — ιθύνοντες — καλυκουλκός |
|||