|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψυχοπνευματικός? — — παρορμητικός — μεσομακροπρόθεσμος — σερίφης — ηδύοσμον — εκλεπίζω — δοκανίκι — ατροφοδότητος — χρωμικός — αποσβεστήρας — κατρακύλα — φίλαρχος — μάλαμα — βρομοσέντο — περίοικος — τρόλλεϋ — παράσιτο — σύντριψη — έδρα — τσιγαροθήκη — μυριάκριβος — υμνητικός |
|||