|
το обморок; потеря сознания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обморок? — λιγοθύμισμα как на (ново)греческом будет слово потеря сознания? — λιγοθύμισμα как с (ново)греческого переводится слово λιγοθύμισμα? — обморок, потеря сознания — πικές — χάβω — ανακαούρα — κομπασο — ραντιέρης — μεταμόσχευση — μονοτσάμπουνο — αλεξία — δρομομετρώ — χρηματιστής — υπνοβάτις — παρακινητικός — ψαρότοπος — ταινιοθήκη — κομψοτεχνία — άνωση — αχερόδεμα — ανάπαρτος — καλαμαριά — χαρτού — ομόζυγος |
|||