|
(-εως) η иммунизация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иммунизация? — ανοσοποίησις как с (ново)греческого переводится слово ανοσοποίησις? — иммунизация — χώμος — μαρξιστής — τσιχλογέρακας — στιχουργός — προανακριτικός — κωδικοποίηση — δεσμοφύλακας — πρωϊμάδι — Φερενίκη — βεβαίωση — γαλβανισμός — πορδή — ερυθρώ — αιματένιος — επιπεφυκίτις — καταβόλεμα — κατσιποδιά — ξεθαρρεύομαι — φακελοποιείο — αναγκαστικότητα — μποτζίρω |
|||