|
отделять, разделять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделять? — διεκχωρίζω как на (ново)греческом будет слово разделять? — διεκχωρίζω как с (ново)греческого переводится слово διεκχωρίζω? — отделять, разделять — ενδοέκκριση — μαχμουρλίκι — αντιπροσωπευτικά — στερεά — τεχνολογώ — ξεκώλωμα — καρδάρι — δομισμός — αιματολογικός — διαπύημα — τόρμος — πλισσέ — εξαιρετικότητα — φανός — αραποφάσουλο — πότης — ξανθομάλλικο — θαλασσοκόρακας — φρασεολογία — κοσμογραφικός — αυγουστίνος |
|||