|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κληματόβεργα? — — καμπούριασμα — πανί — κυτταρινικός — προσφωνώ — συνοδηγήτρια — ελαχιστότης — δωδεκάρια — ψευδεπίγραφος — πεντήκοντα — σύνταγμα — σήκωμα — στουφλέκα — τουρκόσπορος — εργατικός — πνευμονογραφικός — αναπορρόφητος — διαφώσκω — ιδιοφυΐα — ταξιθετώ — μαρτιάτικα — πλισές |
|||