|
το разрастание (о деревьях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разрастание? — θράσεμα как с (ново)греческого переводится слово θράσεμα? — разрастание — αντιζυγιάζω — ροζακί — επιτευκτός — άσφαλτωνω — ευνομούμενος — κορνέττα — λήθαργος — δίκωχος — σπιτονοικοκύρης — αυτοέλεγχος — θηλασμός — εξίσωση — μυομήτριο — πρίγκιψ — μοχθηρία — θειαφίζω — τεχνίτρια — δρεπανοκυτταρικός — άπονος — βρυόφυτα — χωροφυλακή |
|||