|
το коровий помёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коровий помёт? — βούλιτο как с (ново)греческого переводится слово βούλιτο? — коровий помёт — ανάρμοστος — περίοικος — ματόφρυδο — φτηνιάρικος — εμπρεσσιονίστρια — ζωογόνηση — παθιάζομαι — φορείο — λέγειν — κωλοβρέχτης — παλιόπαιδο — μαύρος — χιλιο- — ορθοπεδική — αφεντομουτσουνάρα — εκβράζω — αθάνατος — χορτόπλινθος — πτωχαλαζονεία — ειδησεολογία — εξωκυττάρωση |
|||