|
η рассадник, питомник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассадник? — φυτίστρα как на (ново)греческом будет слово питомник? — φυτίστρα как с (ново)греческого переводится слово φυτίστρα? — рассадник, питомник — σκατολαγνεία — άλοφος — μονόφθαλμος — άναγκαιος — αγγιχτικός — μπρίκι — αποδοχή — υποδηματεργοστάσιο — ενωρίτερον — υπερασπιστής — επιδένω — κορφάδα — δισκάκι — άνευρος — πρωτοπαθής — ανασκευαστικός — κρατικοποιούμαι — ψί — υπερκεφαλαιοκρατισμός — σπανακόπιττα — παράλυση |
|||