|
гимнастический; физкультурный; ~ές ασκήσεις — гимнастические упражнения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гимнастический? — γυμναστικός как на (ново)греческом будет слово физкультурный? — γυμναστικός как с (ново)греческого переводится слово γυμναστικός? — гимнастический, физкультурный — επινοηματικός — καλοδεχούμενος — αλλόπιστος — μονομεταλλισμός — σεξουαλικός — διαφορητικός — δραματοποιώ — λουκουματζής — στουμπάνισμα — διασφίγγω — βρετός — γοήτευση — ανατρίπτης — σφαδάζω — πέτσωμα — παλούκωμα — φωτότυπο — ζω — Ολλαντέζος — αποκαυκαλίζω — γαλακτοκόμος |
|||