|
1) общее наследство (многих лиц); 2) юр. сонаследование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово общее наследство? — συγκληρονομία как на (ново)греческом будет слово сонаследование? — συγκληρονομία как с (ново)греческого переводится слово συγκληρονομία? — общее наследство, сонаследование — κλιματόβεργα — αλευροζούμι — αφηνίαση — δαιδαλοειδής — κατρακύλισμα — ψωροπερήφανος — αλατοζύγιον — κοκαλιάρικος — διαολίζω — γλαρώνω — γραφειοκράτισσα — αλληλοσπαράσσομαι — κοτόσουπα — φτιασιά — εμπυριοθήκη — λαναρίζω — γκινιαδόρος — παραλογητό — κολποειδής — τσαϊέρα — κλαίομαι |
|||