Новогреческий словарь
συγκληρονομία
συγκληρονομία
1)
общее наследство
(многих лиц);
2) юр.
сонаследование
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
общее наследство
? —
συγκληρονομία
как на
(ново)греческом
будет слово
сонаследование
? —
συγκληρονομία
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκληρονομία
? — общее наследство, сонаследование
#
(ново)греческий словарь
—
κοινάτορας
—
μεταχειρισμός
—
συζητώ
—
αποπλανητικός
—
φουρνίρισμα
—
ανεξάντλητος
—
υπερκεράτωση
—
ακράσωτος
—
ματαιόδοξος
—
αγαπιάρης
—
ευνούχισμα
—
ενώτιο
—
αλλοιώσιμος
—
παστεριώνω
—
πλάσσω
—
ακανθίς
—
τύφος
—
αστιγμόμετρο
—
μεριδούλα
—
αξιοποίηση
—
θέλγητρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве