|
эолийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эолийский? — αιολικός как с (ново)греческого переводится слово αιολικός? — эолийский — τεύχος — ξενολάτρης — μπήξιμο — χρειώδης — μήλι — αναγκαίο — ξυρίχι — παραπληγία — στείψιμο — εννοιοκρατία — αφθώδης — παρηγορήτρια — τοπικιστικός — εγκαθείργω — ασπροπρόσωπος — καθρεφτιστός — συντονισμένος — μακρόσωμος — ανθρωποκεντρισμός — συμπαρατάσσω — αικία |
|||