|
το любовь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любовь? — αμόρε как с (ново)греческого переводится слово αμόρε? — любовь — ακοντισμός — αντεπίθεση — καραουλίζω — χρονομετρικός — υδροθερμικός — βάσιμος — πλοίαρχος — υποδηματοβιομηχανία — γαλβανίζω — εξέδρα — γουρλώνω — νυφίτσα — αψέντι — επαργίλλωση — εφύγρανσις — ξάντρια — βαθύπεδο — ανθολόγος — ρωποπώλης — ισόπαλος — τρενάρισμα |
|||