|
распоясавшийся, необузданный; ~α παλιοκόριτσα — распущенные девицы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распоясавшийся? — αφηνιασμένος как на (ново)греческом будет слово необузданный? — αφηνιασμένος как с (ново)греческого переводится слово αφηνιασμένος? — распоясавшийся, необузданный — εικοσάκις — σταχτιάζω — αντικαταναλωτισμός — χιονοδρομικός — ακριβαγορασμένος — αχύλωτος — χαρισματικός — κρυοπαγώ — μονομερής — μυστρίζω — φρύγω — άρκευθος — τεϊοθήκη — αυτονυκτί — ξεβρακώνω — ιμμοραλισμός — δραματολόγιο — φίμωση — αφοριστέος — γρανιτόστρωση — εποικώ |
|||