|
косоглазый, косой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косоглазый? — αλλοίθωρος как на (ново)греческом будет слово косой? — αλλοίθωρος как с (ново)греческого переводится слово αλλοίθωρος? — косоглазый, косой — αρκεί — ατμοθεραπεία — δοχειάρης — συμπεθεριάζω — κολλητηρτζής — διέκρους — ελιά — κουμάρι — οδηγήτρια — αντίστυλο — σουρούπωμα — σαυρίτσα — ύπερος — πρωθιεράρχης — διεξοδικότητα — οπτιμισμός — βαθμολογικά — ντοματοχυμός — ζέρβας — τραπεζίτης — σλέπι |
|||