|
(ε) μετ. спорт. устанавливать или объявлять призы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово объявлять призы? — αθλοθετώ как с (ново)греческого переводится слово αθλοθετώ? — объявлять призы — εκρίζωση — περιτριγυρίζω — απόδιαβος — παραδείσιος — πετροπέρδικα — μόρφωμα — χοντρόμαλλο — άβαφος — ραφανίδα — χυδαιοποίηση — ένορκος — αμμοδιυλιστήριο — ενέθηκα — υπνοβατικός — λάθυρος — μοσχοπέπονο — ετησίαι — απειροπληθής — ανωνυμογράφος — ατμοποιώ — καλανδάρι |
|||