|
το тех. маслёнка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслёнка? — ρογί как с (ново)греческого переводится слово ρογί? — маслёнка — πολικότητα — εγχάραγμα — δακρυαγωγός — απότμηση — δωρίζω — τσαμπουνοτούμπακα — ολιγοχρόνιος — μπακιρώνω — φτυαριά — ανταπόδειξη — αζώγρητος — δωδέκατος — καταναυμαχώ — διαβουκολουμαι — ρελιάστρα — τσοπάνισσα — αποπειρώμαι — εκλεπίζω — δαυλίτης — ελατός — ψευδαργυρούχος |
|||