|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλατύχωρος? — — χρονολογικός — καταλυτικός — φούντο — διστάζω — μαλλομπάμπακος — πίκραμα — απόσυρμα — αμυλώδης — λεβεντιά — πασσαλείβομαι — αντίρρευμα — μεταξοβιομηχανίο — ξευτελίζω — νυχτέρεμα — αεργία — σαπωνοποιείο — καταφώτιστος — μεσόροφος — σκρόφα — μαϊτάπι — καμινεύς |
|||