|
ο погонщик мулов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погонщик мулов? — ημιονηγός как с (ново)греческого переводится слово ημιονηγός? — погонщик мулов — φελπεδένιος — ξεπερασμένος — συρρικνώνω — φτιάσιμο — μέλει — βοϊδάμαξα — ρινίζω — κουβαλάς — παρασελήνη — πευκώνας — οχυρός — αμπογιάτιστος — επακριβώς — υποτονικότητα — αφιλοθεΐα — ποντικίνα — καραγκιόζαινα — μυριόνεκρος — προσεπικαλούμαι — διακέντητος — ποδόπληκτρο |
|||