|
το топот, топанье (в знак неодобрения) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово топот? — ποδοκρότημα как на (ново)греческом будет слово топанье? — ποδοκρότημα как с (ново)греческого переводится слово ποδοκρότημα? — топот, топанье — ασπρομαλλούσα — δικαιοπραγία — απευκταίος — ολοκλήρωμα — τσάχαλο — καλειδοσκόπιο — αμαύριστος — χονδρίλλη — υδρωπικιάζω — εμπασμα — φαινόμενος — ντουβάρι — εκτύπωση — αρμολόγος — ουροδόχος — τεχνουργείο — Αρτεσία — ελιξήριον — θωπευτικώς — ασκάλωτος — φορετός |
|||