Новогреческий словарь
ληνοπατητής
ληνοπατητ|ής
ο
давильщик винограда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
давильщик винограда
? —
ληνοπατητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ληνοπατητής
? — давильщик винограда
#
(ново)греческий словарь
—
δέκατο
—
τηλεκατεύθυνση
—
φυσιολογία
—
συμμαθήτρια
—
ημισκοτεινός
—
πύκνωση
—
ανατροφοδότηση
—
καλυβόσπιτο
—
αερογραφία
—
δέσμευση
—
σκυλεύω
—
νιμμένος
—
ξεσφίγγομαι
—
φερτός
—
μηλόκρεμα
—
συντεχνιακός
—
αλάφι
—
αλλοχρωματισμός
—
επίχωσις
—
μονομηνιάτικος
—
κιτρινοπούλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве