|
ο давильщик винограда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давильщик винограда? — ληνοπατητής как с (ново)греческого переводится слово ληνοπατητής? — давильщик винограда — στηθόπονος — γαλάκτωμα — γλυκοσφίγγω — γρουσούζης — ανεμοβρόχι — μαρασμός — λέβ — αυτονομίστρια — λεπτόσωμος — ρυπογόνος — χειροπεδώ — επτάκις — εδαφικός — εκχιονίζω — οπλομαχώ — βαρηκοΐα — οστριαγάρμπι — άμμα — σουσαμάτος — σεληνοτροπισμός — προχρηματοδότηση |
|||