|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανιχνεύτρια? — — αναστήνω — ψοφολογώ — φουσκαλίδα — ενοχοποιητικός — τελωνοφύλακας — συγκυβέρνηση — αιθάλη — καραμπινάτος — ασεβής — οποιοσδήποτε — γεφυροπλάστιγγα — λαγάνα — βέντο — ψυχραντικός — θεώρατος — ευγηρία — σπαχής — μετακόμιση — υπογένειον — γαλιουρίζω — βραχέα |
|||