ανιχνεύτρια

формы словаβ
ανιχνεύτρια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανιχνεύτρια? —


αναστήνωψοφολογώφουσκαλίδαενοχοποιητικόςτελωνοφύλακαςσυγκυβέρνησηαιθάληκαραμπινάτοςασεβήςοποιοσδήποτεγεφυροπλάστιγγαλαγάναβέντοψυχραντικόςθεώρατοςευγηρίασπαχήςμετακόμισηυπογένειονγαλιουρίζωβραχέα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit