|
иудейский; еврейский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иудейский? — ιουδαϊκός как на (ново)греческом будет слово еврейский? — ιουδαϊκός как с (ново)греческого переводится слово ιουδαϊκός? — иудейский, еврейский — εξαχρείωμα — οδομετρία — διαιτώμενος — πιετισμός — αβάρετος — χορτοφόρος — απονίβομαι — πεντάμετρος — γαλλί — βαράω — πεζικό — καταψήφιση — χωριάτικος — λογύδριο — παγγνώστης — εξευτελσμός — βαρομετρικός — ακτινοβόληση — υπομονεύω — ταρσανάς — ζερβής |
|||