|
το анекдот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анекдот? — ανέκδοτο как с (ново)греческого переводится слово ανέκδοτο? — анекдот — στυλώνω — βοϊδοκέφαλος — πρίων — πεντάπραχτος — μόλυνση — καστανιά — χώρα — ανεμορρούφουλας — μουντός — ταριχευτής — βασιλόπιττα — απροσωποληψία — κοινόχρηστα — χρωματοσκοπία — δακτύλιος — ψωροπερηφάνεια — σανιδάδικο — ιώδης — ηδονισμός — συνεχιστής — βαφτιστικό |
|||