ανέκδοτο

формы словаβ
ανέκδοτο
το анекдот



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово анекдот? — ανέκδοτο
как с (ново)греческого переводится слово ανέκδοτο? — анекдот


στυλώνωβοϊδοκέφαλοςπρίωνπεντάπραχτοςμόλυνσηκαστανιάχώραανεμορρούφουλαςμουντόςταριχευτήςβασιλόπιττααπροσωποληψίακοινόχρησταχρωματοσκοπίαδακτύλιοςψωροπερηφάνειασανιδάδικοιώδηςηδονισμόςσυνεχιστήςβαφτιστικό




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit