|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουφλόν? — — αξεκαθάριστος — αγκιστρώδης — δέξιμο — πεντάπρακτος — προσωπογραφικός — ψυχομάχημα — φραμασόνος — ανακλητός — γουργάρα — κριθάλευρο — αρχαιοφανής — γεώδης — υποδιεύθυνση — τσακισμένος — αμέστωτος — οπλοδιορθωτής — διαλάληση — κυριολεκτώ — τριπλάσιος — νεοελληνικός — κουρίτα |
|||