|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ἡσσάομαι? — — απρόκοπος — θαμνώνας — αργώνω — γενιά — διλάβι — νεραϊδοπαρμένος — ἐξεχασμένος — λασκάρισμα — σωληνίσκος — λευκοπάθεια — σλιπάκι — δαφνόκουκκο — δροσερεύω — οψαργάς — πιστάκη — διετέθην — επιφυλάττω — υψηλότατος — ζεόλιθος — ανταμείβομαι — παραξαπλώνω |
|||