Новогреческий словарь
σύγκαμα
σύγκαμα
το
опрелость; натёртое место
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опрелость
? —
σύγκαμα
как на
(ново)греческом
будет слово
натёртое место
? —
σύγκαμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύγκαμα
? — опрелость, натёртое место
#
(ново)греческий словарь
—
κουτσομπόλικος
—
εκχέρσωση
—
σταχυάζω
—
αψείριαστος
—
συνοικέσιο
—
μπαρμπέρης
—
αλαλιάζω
—
μπερεκετλίδικος
—
μπατανία
—
καρποφορία
—
ανεπίγραφος
—
μονομανής
—
ευαγής
—
φαινομενολογία
—
άναυλα
—
εκρηκτικά
—
διαπόμπευση
—
χαραγματιά
—
μικροφιλόδοξος
—
ογδοηκοντοετής
—
καπελειό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,