|
становиться как мочало (о мясе, плодах и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово становиться как мочало? — στουπιάζω как с (ново)греческого переводится слово στουπιάζω? — становиться как мочало — αποσηπτικός — αλατοποιήσιμος — πατσατζίδικο — μικροπολιτικός — ανομολογώ — αλάθητο — ολοτρίγυρα — ξεποδαριασμένος — υπόπρωρος — σιταρόψειρα — σαγματοποιείο — ολιγολογία — νομιμοποιώ — σαλό — ουχί — χιλιοστόγραμμο — σηματολόγιο — ανετοίμαστα — προγυμνάσιο — αναδιαρθροκικός — ανασκέλίασμα |
|||