|
1) запёчатлённый в памяти; 2) известный; τόν έχουμε ~ο πορτοφολά — [phrase]он известный карманник[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запёчатлённый в памяти? — σταμπαρισμένος как на (ново)греческом будет слово известный? — σταμπαρισμένος как с (ново)греческого переводится слово σταμπαρισμένος? — запёчатлённый в памяти, известный — πλωριός — γενναιότητα — βρυώδης — παρασιώπηση — νεφρεκτομία — κωλυσιεργικός — ηλιόχρυσος — ασύμπαθος — ανθόμελο — ψευδάργυρος — αποστοματικού — απάστωτος — ξηρασία — εγωλατρεία — γνωστικό — κορνιζοπωλείο — στεκάμενος — αποθεραπεύω — γεννητορικός — απαρέσκομαι — προσωπιδοφορία |
|||