|
η кран (водопроводный и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кран? — κάννουλα как с (ново)греческого переводится слово κάννουλα? — кран — ενεργούμαι — διαφέντευμα — ακτινοθεραπεία — αστρύμωχτος — οφθαλμόλουτρο — τσακίζομαι — σκυρόδεμα — χαράζω — γαύρα — ονοματίζομαι — οκτάγωνο — ετεροφώτιστος — καταφανής — Νέστορας — σονάτα — θεοποιούμαι — όπου — ροκανίζω — γρίλα — σιδεράδικο — χήρος |
|||