Новогреческий словарь
αγαργάλιστος
αγαργάλιστ|ος
не боящийся щекотки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не боящийся щекотки
? —
αγαργάλιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγαργάλιστος
? — не боящийся щекотки
#
(ново)греческий словарь
—
αλησμονησιά
—
ενήμερος
—
σταφίδιασμα
—
μάγειρας
—
καουτσουκένιος
—
αναποδογυρίζω
—
αγενής
—
ελαφραίνω
—
πεινώ
—
πραγματοποιούμαι
—
ρυπογόνος
—
γυναικάδελφος
—
ιχθυοφαγία
—
ιεροκρατικός
—
ευφαντασίωτος
—
προπέρυσι
—
καρβοξύλιο
—
εντεροπάθεια
—
πολεοδομώ
—
ίλη
—
λεπτοδείκτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω