|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοντράτο? — — πολλαπλάσιο — οργάζω — πλαγκτονικός — ξεμπαρκάρω — περιηγητικός — έλιξ — πισινός — σημάδεμα — ξυλοειδής — αλέρωτος — διάσειση — ξανθωπός — κακεντρεχώς — καταχρηστικά — προγυμνάσιο — αλογίστως — διαπίστευμα — λιθόδμητος — θερσιτικός — ψυχοπαίδα — τελωνείο |
|||