|
ο мор. сирокко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сирокко? — σορόκος как с (ново)греческого переводится слово σορόκος? — сирокко — ταξιδάκι — ευθύνω — οπισθογράφηση — ειρωνικός — φεγγαράδα — εξευμενιστικός — τεσσαρακονθήμερο — κόρακας — χλίψη — αδράχνω — αιμορροφιλικός — ατασθαλία — γλυκέρινούχος — θερμαντήρας — τυφλικός — προέλληνας — σύμπτωμα — πλασάρισμα — αρβαλάω — απάντρευτος — ενδομήτριο |
|||