Новогреческий словарь
αβαντάζ
αβαντάζ
το :
έχω τό ~ ότι... — преимущество моего положения в том(__,__) что...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβαντάζ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιβατηγός
—
γαλατομπούρικο
—
τυραννοκτονία
—
πηλός
—
καταπέφτω
—
εξομολογώ
—
ημιμόνιμος
—
σύγκρατος
—
αψιχάλιστος
—
τυχοδιώκτης
—
μαραγγιασμένος
—
ακροτομία
—
ακαταμέτρητος
—
μπρούμυτα
—
όροβος
—
κυνικώς
—
αγραμματωσύνη
—
άδροσος
—
ψωρικός
—
τοιχωρυχία
—
μπίγα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω