|
το : έχω τό ~ ότι... — преимущество моего положения в том(__,__) что... #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αβαντάζ? — — γαϊδουράνθρωπος — κλαψούρισμα — Κρητικιά — ενέλιξη — στρατωνισμός — καλοθελήτρα — κρασόνερο — καστανόχωμα — αναγκαιούντα — ηθογραφώ — μεσοχωρίτισσα — ζεύκι — πουτανίστικα — κούφιος — ζωηρεύω — ανασυγκρότηση — κάργα — κατηγορώντας — ορμέμφυτα — ψυχοθεραπευτικός — χαρτωσιά |
|||