αβαντάζ

формы словаβ
αβαντάζ
το :
          έχω τό ~ ότι... — преимущество моего положения в том(__,__) что...



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αβαντάζ? —


γαϊδουράνθρωποςκλαψούρισμαΚρητικιάενέλιξηστρατωνισμόςκαλοθελήτρακρασόνεροκαστανόχωμααναγκαιούνταηθογραφώμεσοχωρίτισσαζεύκιπουτανίστικακούφιοςζωηρεύωανασυγκρότησηκάργακατηγορώνταςορμέμφυταψυχοθεραπευτικόςχαρτωσιά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit