αυτοσαρκασμός

формы словаβ
αυτοσαρκασμός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αυτοσαρκασμός? —


αποβροχάρηςμεσοκάρπιολιμπιστόςμπακράτσιπυριτικόςδολοφονώαμφίζωστοςβάμμαπροτεστάντηςνταηλίκιανεπιφύλαχταενδότεροςσυνδιδακτικόςβιβλιεκδότιςτριγώναμπογιάντιστοςξεγοφιάζωψευτίζωδίκωχοδεκαοκτώσβερκιά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit