|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοσαρκασμός? — — αποβροχάρης — μεσοκάρπιο — λιμπιστός — μπακράτσι — πυριτικός — δολοφονώ — αμφίζωστος — βάμμα — προτεστάντης — νταηλίκι — ανεπιφύλαχτα — ενδότερος — συνδιδακτικός — βιβλιεκδότις — τριγών — αμπογιάντιστος — ξεγοφιάζω — ψευτίζω — δίκωχο — δεκαοκτώ — σβερκιά |
|||