|
η «гавано» (сосуд для перевозки продуктов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гавано? — γαβάνα как с (ново)греческого переводится слово γαβάνα? — гавано — ετεροεθνής — δικαιοκρίτης — ραζακί — επτακόσιοι — ληθαργικός — γκρεμνίζομαι — υστερόγραφο — λαχανόφυλλο — μάνιωμα — παραλλάζω — κομπώνω — μυριοστόλιστος — κρύος — είλωτας — θωράκιο — κανθός — αποφοιτήριο — ολοφάνερος — κοψοχέρης — κατάπληχτος — ψευτόπονος |
|||