|
говорящий по-албански #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово говорящий по-албански? — αλβανόφωνος как с (ново)греческого переводится слово αλβανόφωνος? — говорящий по-албански — σοκάρω — πεολειξία — λακωνικός — ηωσινόφιλος — δευτεροτρόπιδα — λαθρεμπορικός — ραγιάδικος — περήφανος — μυδραλιοβόλο — πανιερότητα — αχώριστος — βλαχοδήμαρχος — φιλτράρισμα — κωλοσούρνομαι — παραχωρητής — σπαθώδης — άπρακτος — μπεκρουλιάζω — νοστιμίζω — άπτερος — μεταπράτηση |
|||