|
дубить кожу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дубить кожу? — βυρσοδεψώ как с (ново)греческого переводится слово βυρσοδεψώ? — дубить кожу — πισσώνω — δράττομαι — κουτσουριάζω — οπωροπώλης — ωρολογοποιία — σκολόπακος — κυστίτιδα — παρατακτικός — περδικόπουλο — σιταποθήκη — βαλλιπέδιον — χορταστικός — νόθον — λιακό — Λιμενικό — απαραβίαστο — ριζάρι — τήραγμα — γλυκολάλημα — υπηνεμούμαι — συμπεριφέρομαι |
|||