Новогреческий словарь
κληρικόφρων
κληρικόφρων
(-όνος)
сторонник клерикализма
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сторонник клерикализма
? —
κληρικόφρων
как с
(ново)греческого
переводится слово
κληρικόφρων
? — сторонник клерикализма
#
(ново)греческий словарь
—
χιονιά
—
εγκαθηλώνω
—
ανεμοστρόβιλος
—
εδίδαξα
—
κοπάνισμα
—
πρόσφορος
—
κλιμακώνω
—
πλειστηριασμός
—
ανάδοχος
—
εμπεριεκτικός
—
εργοτάξιο
—
καναρινάκι
—
γλαντός
—
Δεκέβριος
—
αποφύλλιση
—
αναρχίνιστος
—
λιθόκτιστος
—
κολοκυθόσπορο
—
ζαγάρι
—
φακελοποείο
—
πιστρόφια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω