Новогреческий словарь
ασφάλιστος
ασφάλιστ|ος
II
незастрахованный
;
έχω τό σπίτι ~ο — [phrase]мой дом не застрахован[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незастрахованный
? —
ασφάλιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφάλιστος
? — незастрахованный
#
(ново)греческий словарь
—
κόνικλος
—
εποικισμός
—
καπάρωμα
—
λαγχάνω
—
αρτοπαρασκευαστής
—
μήνουρος
—
βωλοκόπημα
—
μπασκετμπολίστρια
—
φτωχικός
—
απαντικρύ
—
εθνικοαπελευθερωτικός
—
στάνταρ
—
σούρω
—
ακροβατώ
—
μουσικός
—
βλεννορραγία
—
μελισσούλα
—
ελεεινολογώ
—
σελουλόϊντ
—
αναθυμιέμαι
—
ανυπόθετος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве