|
η вексель; μακροπρόθεσμη (βραχυπρόθεσμη) ~ — долгосрочный (краткосрочный) вексель; προεξόφληση τής ~ής — учёт векселей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вексель? — συναλλαγματική как с (ново)греческого переводится слово συναλλαγματική? — вексель — εμπλέκω — παράβαση — αγριόβουνο — βολταϊκός — ασούβλιστα — παιδαγωγική — κοκκώνα — φυτοβιολογία — σκουντουφλώ — εκτομίς — εκχύλιση — αμπέλι — αντικρούω — επαγωγέας — σύγγραμμα — ατιμωρησία — αντιπαραγγέλλω — αγωγιαστήριο — αρνησίπατριδα — γουρλής — μπέμπούλα |
|||